γουστάρω

γουστάρω
1. επιθυμώ κάτι
2. θεωρώ κάποιον ευχάριστο
3. διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gustare].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γουστάρω — γουστάρω, γούσταρα και γουστάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γουστάρω — (λ. ιταλ.), γούσταρα και γουστάρισα 1. επιθυμώ κάτι: Γουστάρω να φάω μια σοκολάτα. 2. με ευχαριστεί, μου αρέσει: Γουστάρω να πηγαίνω σ’ αυτό το εστιατόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”